Ο Έντουαρντ γύρισε πάλι θλιμμένος στο σπίτι. Ήξερε ότι βρωμάει ουίσκι. Απλώς δεν τον ένοιαζε πια. Βρήκε τη Σάρα στον κήπο, να ψεκάζει τα φυτά μέσα στο κρύο, και απόρησε.
-Τι κάνεις εκεί;, τη ρώτησε.
-Μαζεύονται κατσαρίδες το καλοκαίρι.
-Μα είναι ακόμα Γενάρης...
-Ω, Έντουαρντ, ξέρεις πώς φοβάμαι τις κατσαρίδες...
-Ναι. Ναι, το ξέρω.
Έκανε να φύγει, αλλά κοντοστάθηκε.
-Δε θα σε πειράξουν απόψε, της είπε.
Εκείνη προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν ένα δειλό μουγκρητό. Τελικά τον ακολούθησε στο σπίτι. Ήταν κοντά μεσάνυχτα όταν τελικά έπεσαν στο κρεβάτι.
Πόσες φορές είχε σκεφτεί να την αφήσει; Ούτε κι αυτός δεν ήξερε. Τι θα γινόταν όμως αν έμενε μόνη; Δε θα τα κατάφερνε.
-Τι σκέφτεσαι;, απόρησε η Σάρα.
-Εμάς, απαντάει ο Έντουαρντ φυσώντας την τελευταία του τζούρα και σβήνοντας το τσιγάρο του. Πρέπει να κοιμηθούμε. Έχουμε πρωινό ξύπνημα για την εκκλησία αύριο.
-Έχεις δίκιο.
Κλείσανε το φως, γύρισαν την πλάτη ο ένας στον άλλον και απέμειναν σιωπηλοί.
«Ίσως αυτό να είναι ο έρωτας», σκέφτηκε ο Έντουαρντ, «να συνηθίζεις…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου